ἄθλῳ

ἄθλῳ
ἄ̱θλῳ , ἆθλον
prize of contest
neut dat sg
ἄ̱θλῳ , ἆθλος
contest
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθλώ — ἀθλῶ ( έω) (AM) βλ. αθλούμαι …   Dictionary of Greek

  • ἀθλῶ — ἀ̱θλῶ , ἀθλέω having contended with pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀ̱θλῶ , ἀθλέω having contended with pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλούμαι — ( έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, έω) νεοελλ. γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό μσν. αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση τού… …   Dictionary of Greek

  • άθλημα — το (Α ἄθλημα) [ἀθλῶ] αγώνισμα αρχ. 1. αγώνας, άμιλλα, μάχη 2. στον πληθ. τὰ ἀθλήματα, οι ασκήσεις τών αθλητών 3. εργαλείο με τη βοήθεια τού οποίου ασκείται μια τέχνη· …   Dictionary of Greek

  • άθληση — η (Α ἄθλησις) [ἀθλῶ] αγώνας, άμιλλα αρχ. 1. δυσκολία, δοκιμασία, ταλαιπωρία 2. μαρτύριο …   Dictionary of Greek

  • αθλητήρ — ἀθλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) [ἀθλῶ] ο αθλητής …   Dictionary of Greek

  • αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… …   Dictionary of Greek

  • διαθλώ — (I) (Α διαθλῶ, άω) [θλώ] 1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο 2. κατασυντρίβω 3. διαπερνώ, διασχίζω 4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας 5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω αρχ. θρυμματίζω. (II) (Α διαθλῶ, έω) [αθλώ] 1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα… …   Dictionary of Greek

  • καταθλώ — (I) καταθλῶ, άω (Α) 1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια 2. ευνουχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θλῶ «σπάζω»]. (II) καταθλῶ, έω (Α) 1. καταβάλλω, νικώ κάποιον 2. εξουσιάζω 3. ασκώ, γυμνάζω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες (για… …   Dictionary of Greek

  • προαθλώ — έω, Α προαγωνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀθλῶ «αγωνίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”